λυκορραίστης

λυκορραίστης
λῠκορραίστης, ου, ,
A wolf-worrier,

κύνες AP7.44

([place name] Ion), cf. 6.106 (Zon.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λυκορραίστης — λυκορραίστης, ὁ (Α) αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῑσται κύνες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπο ρραίστης, βου ρραίστης] …   Dictionary of Greek

  • λυκορραίστης — wolf worrier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκορραῖσται — λυκορραίστης wolf worrier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”